- Κοράνι
- Το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού, για το οποίο οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκε από τον Θεό στον Μωάμεθ, μέσω του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η ονομασία Κ. ή Κοράνιο (αραβικά Κουράν, Qur’an) προέρχεται από το αραβικό ρήμα κάρα, που σημαίνει διαβάζω, διακηρύσσω με δυνατή φωνή· κατά συνέπεια το Κ. σημαίνει διακήρυξη ή ανάγνωση. Οι μουσουλμάνοι δεν θεωρούν ότι το Κ. είναι έργο του προφήτη Μωάμεθ, ούτε εμπνευσμένο από τον Θεό, αλλά άμεσο έργο του Θεού –ο οποίος στο Κ. μιλά σχεδόν πάντοτε στο α’ πρόσωπο– το οποίο υπαγορεύτηκε κατά λέξη στον προφήτη. Αποτελεί, κατά συνέπεια, ένα θαύμα του Μωάμεθ, απόδειξη της αλήθειας της προφητικής αποστολής του, απαράμιλλο για το ύφος και το περιεχόμενό του. Γράφτηκε κατά τα έτη 612-632 και σχεδόν όλοι οι κριτικοί της Δύσης το θεωρούν γνήσιο έργο του προφήτη. Ο Μωάμεθ το υπαγόρευσε κατά ένα μέρος στους γραμματείς του, ενώ ένα τμήμα του το εμπιστεύτηκε στη μνήμη των οπαδών του. Ο τρίτος χαλίφης Οσμάν (644-655) φρόντισε για την οριστική σύνταξή του, διατάσσοντας την καταστροφή όλων των αντιτύπων που δεν ήταν σύμφωνα με το επίσημο κείμενο. Κατά συνέπεια, η διάταξη του Κ., η οποία είναι μάλλον προβληματική, δεν ήταν άμεσο έργο του προφήτη. Τα δεκατέσσερα κεφάλαια του Κ., με διαφορετική έκταση το καθένα, ονομάζονται σούρα και διαιρούνται σε στίχους (άγια, πληθυντικός αγιάτ). Είναι ταξινομημένα (εκτός από το πρώτο σύντομο εισαγωγικό σούρα, που είναι μια ωραία προσευχή) ανάλογα με το μήκος τους, το οποίο διαρκώς ελαττώνεται, χωρίς να δίνεται σημασία στη χρονολογία των διαφόρων περικοπών, που και αυτή άλλωστε δεν είναι και τόσο βέβαιη. Ωστόσο, ακόμη και στο εσωτερικό των πιο μακρών σούρα υπάρχουν περικοπές που ανήκουν σε διάφορες περιόδους. Το σύνολο, λοιπόν, όπως παρουσιάζεται σήμερα, είναι μάλλον χαώδες και δυσνόητο, εξαιτίας των πολυάριθμων αναφορών σε διάφορα συμπτωματικά γεγονότα.
Οι παλιοί μουσουλμάνοι σχολιαστές και οι κριτικοί της Δύσης διακρίνουν διάφορες περιόδους και υποπεριόδους στην εσωτερική ιστορία του Κ. Οι δύο κυριότερες, που ξεχωρίζουν με την πρώτη ματιά από τη διαφορά του ύφους, πιο ζωηρού και ρωμαλέου στην πρώτη, πιο ήρεμου και ορισμένες φορές μονότονου στη δεύτερη, είναι η περίοδος της Μέκκας (σούρα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διαμονή του Μωάμεθ στη Μέκκα στα πρώτα χρόνια της προφητικού του έργου, περίπου κατά την περίοδο 612-622) και η περίοδος της Μεδίνας (σούρα που αποκαλύφθηκαν κατά τη διαμονή του Μωάμεθ στη Μεδίνα και συμπίπτουν με τη δημιουργία του πρώτου πυρήνα του μουσουλμανικού κράτους).
Οι δύο εκδόσεις που χρησιμοποιούνται σήμερα είναι η κουφική, διαδεδομένη στην Αίγυπτο και στις όμορες χώρες, και η μεδινική, που χρησιμοποιείται στις υπόλοιπες μουσουλμανικές χώρες της Ασίας και της Αφρικής.
Η γλώσσα του Κ. είναι η κλασική αραβική (είναι γραμμένο σε ρυθμική και ομοιοκατάληκτη πρόζα, άλλοτε ζωηρή και άλλοτε αργή και μεγαλόπρεπη) και διαθέτει σπάνια εκφραστική δύναμη. Όσον αφορά το ύφος, θεωρείται ότι αγγίζει σχεδόν την τελειότητα, προπάντων στις πρώτες ζωηρές περιγραφές της ενότητας, της μοναδικότητας και της παντοδυναμίας του Θεού, στις νευρώδεις περιγραφές της Ημέρας της Κρίσης, στις ηθικές εντολές και στις αποστροφές κατά των πολυθεϊστών. Αρκετά δυσνόητα είναι τα αφηγηματικά μέρη. Ορισμένα από αυτά, όμως, ελκύουν τον αναγνώστη ακριβώς για την αοριστία τους, που αφήνει ελεύθερη τη φαντασία. Το περιεχόμενο του Κ. χαρακτηρίζεται από μεγάλη ποικιλία· υπάρχουν νομικοί και θρησκευτικοί κανόνες (όπως εντολές για την προσευχή, τη νηστεία, το προσκύνημα, τον γάμο, τη διανομή κληρονομιάς, το ποινικό δίκαιο κλπ.), θρύλοι βιβλικής προέλευσης ή από άλλες πηγές, ταλμουδικές, χριστιανοαπόκρυφες και εξωθρησκευτικές (απηχήσεις από θρύλους για τον Μεγάλο Αλέξανδρο ή τον μυστηριώδη Χιδρ, διδάσκαλο των προφητών), πολυάριθμες προτροπές στον μονοθεϊσμό, στη μετάνοια, αλλά και απειλές τιμωρίας κατά την Ημέρα της Κρίσης. Κατά το Κ., τόσο η Παλαιά Διαθήκη όσο και τα Ευαγγέλια είναι αποκαλύψεις του Θεού, αλλά έχουν παραφθαρεί από τους Εβραίους και τους χριστιανούς. Όσο για την ειλικρίνεια του Μωάμεθ, κανένας σοβαρός μελετητής δεν φαίνεται πλέον να αμφιβάλει ότι ο Άραβας προφήτης ήταν αληθινά πεπεισμένος πως δεχόταν τις αποκαλύψεις από τον Θεό (στα αραβικά Αλλάχ). Η ορθόδοξη μουσουλμανική διδασκαλία υποστηρίζει ότι υπάρχει κοντά στον Θεό το θείο πρωτότυπο του Κ., γνωστό ως η μητέρα του βιβλίου (ούμουλ κιτάπ), το οποίο είναι άναρχο όπως ο Θεός και αδημιούργητο, δηλαδή καθαρός λόγος του Θεού. Γι’ αυτό, ο σεβασμός των μουσουλμάνων προς το Κ. είναι μέγιστος. Στον ισλαμισμό, που αρνείται την έννοια της ενανθρώπησης και των μυστηρίων, το Κ. κατέχει ανάλογη θέση με το πρόσωπο του Χριστού στον χριστιανισμό. Δεν μπορεί κανένας να αγγίξει ένα αντίτυπο του Κ. αν είναι ακάθαρτος από τελετουργική άποψη, γι’ αυτό προηγουμένως πρέπει να εκτελέσει την απόλουση, δηλαδή τον καθαρμό με νερό. Επίσης, ένας ορθόδοξος μουσουλμάνος ποτέ δεν δίνει πρόθυμα το Κ. σε χέρια μη πιστού. Ακόμα και η μετάφρασή του θεωρήθηκε επί αιώνες (ακόμα και πριν από μερικές δεκαετίες) πράξη έλλειψης σεβασμού προς το ιερό βιβλίο. Σήμερα, οι μεταφράσεις που έχουν γίνει από μουσουλμάνους σε ξένες γλώσσες παρουσιάζονται ως σχόλια του πρωτότυπου κειμένου, το οποίο τα συνοδεύει. Το Κ. άσκησε σημαντική επίδραση σε όλη τη ζωή και στα ήθη των μουσουλμανικών λαών των πιο διαφορετικών γλωσσών και πολιτισμών, από τον Ατλαντικό έως τα νησιά της Σούνδης. Μέσω του Κ. πάρα πολλές αραβικές λέξεις υιοθετήθηκαν από διάφορες γλώσσες, ενώ κορανικές εκφράσεις έγιναν παροιμιώδεις σε όλο τον ισλαμικό κόσμο. Απειράριθμοι είναι εκείνοι που έχουν αποστηθίσει τα κείμενά του, τα οποία χρησιμεύουν ως αλφαβητάριο (γενικά, η γραφή διδάσκεται στα παιδιά μέσω του Κ.), ως λεξικό, γραμματική και οδηγός συμπεριφοράς για εκατομμύρια ανθρώπους.
Μικροφωτογραφημένη σελίδα «Κορανίου» του 15ου αι. (Μουσείο Τοπ-καπί, Κωνσταντινούπολη).
Μικρογραφία σε παλαιά έκδοση «Κορανίου», που εικονίζει ένα «όραμα» του Προφήτη.
Το «Κοράνι» είναι το ιερό βιβλίο του ισλαμισμού· στη φωτογραφία, αρχαίο αντίτυπο (Μουσείο Τοπ-καπί, Κωνσταντινούπολη).
Dictionary of Greek. 2013.